- σεΐζης
- ο(λ. τουρκ.), ιπποκόμος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σεΐζης — ο, Ν 1. υπηρέτης Τούρκου αξιωματούχου 2. ιπποκόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. seyis] … Dictionary of Greek
seid — seíd ( ízi), s.m. – Rîndaş (rândaş). – Mr. seid, seiz. tc. sayid (Roesler 602; Şeineanu, II, 318), cf. ngr. σειζης, bg., sb. seiz, fr. séide. Trimis de blaurb, 03.12.2008. Sursa: DER … Dicționar Român